κατοικουμένῃ

κατοικουμένῃ
κατοικέω
settle in
pres part mp fem dat sg (attic epic)
κατοικέω
settle in
pres part mp fem dat sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατοικουμένη — κατοικέω settle in pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) κατοικέω settle in pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Σαρματία — η, ΝΑ [Σαρμάτης] γεωγραφική περιοχή εκτεινόμενη από τον Εύξεινο Πόντο ώς τη Βαλτική Θάλασσα και από τα Ουράλια ώς τη βόρεια Βαλκανική Χερσόνησο και κατοικούμενη από τους Σαρμάτες …   Dictionary of Greek

  • κατοίκηση — η (AM κατοίκησις) [κατοικώ] το να κατοικεί κανείς σε έναν τόπο, η διαμονή αρχ. 1. ο τόπος διαμονής, η κατοικία («ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῑς μνήμασι», ΚΔ) 2. η κατοικούμενη περιοχή ενός τόπου …   Dictionary of Greek

  • περιοικίς — ίδος, ἡ, Α 1. ως επίθ. γειτονική (α. «νήσων τῶν περιοικίδων», Θουκ. β) «τὰς περιοικίδας κώμας», Πολ.) 2. ως ουσ. α) η περιοχή γύρω από πόλη, τα περίχωρα («καὶ τῶν αὐτόθεν ἐκ τῆς περιοικίδος Ἡλείων μάχῃ ἐκράτησαν», Θουκ.) β) πόλη κατοικούμενη από… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”